- Ἀμβρακίδες
- ἈμβρακίδεςAmbracian women's shoesfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμβρακίδες — ἀμβρακίδες, αι (Α) [Ἀμβρακία] κομψά γυναικεία υποδήματα, που πήραν το όνομά τους από τον τόπο τής κατασκευής τους … Dictionary of Greek